καλλίτοξος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίτοξος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[τόξο]].
|mltxt=[[καλλίτοξος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[τόξο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίτοξος:''' ὁ, ἡ ([[τόξον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[τόξο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτοξος Medium diacritics: καλλίτοξος Low diacritics: καλλίτοξος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΟΞΟΣ
Transliteration A: kallítoxos Transliteration B: kallitoxos Transliteration C: kallitoksos Beta Code: kalli/tocos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful bow, E.Ph. 1162.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.

Greek Monolingual

καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.

Greek Monotonic

καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.