κανόνισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κανόνισμα]]) [[κανονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διακανονισμός]], [[διευθέτηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γραμματικός]] [[κανόνας]] για την [[κλίση]] ή ονόματος ή ρήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[χάρακας]].
|mltxt=το (AM [[κανόνισμα]]) [[κανονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διακανονισμός]], [[διευθέτηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γραμματικός]] [[κανόνας]] για την [[κλίση]] ή ονόματος ή ρήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[χάρακας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνόνισμα:''' -ατος, τό, = [[κανών]] I. 3, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνισμα Medium diacritics: κανόνισμα Low diacritics: κανόνισμα Capitals: ΚΑΝΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kanónisma Transliteration B: kanonisma Transliteration C: kanonisma Beta Code: kano/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ruler, AP6.295 (Phan.).    II grammatical rule, Eust.439.26.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, p. = κανών, Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνισμα: τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς κανών, ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.

Greek Monolingual

το (AM κανόνισμα) κανονίζω
νεοελλ.
διακανονισμός, διευθέτηση
μσν.
γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος
αρχ.
χάρακας.

Greek Monotonic

κᾰνόνισμα: -ατος, τό, = κανών I. 3, σε Ανθ.