καρύινος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[καρύϊνος]], -ΐνη, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] καρυδιάς, ο [[καρυδένιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καρυΐνη</i><br />στενή [[στάμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καρύδι]] («[[καρύϊνον]] [[ἔλαιον]]» — το [[καρυδέλαιο]], <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρύϊνος]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που παραγόταν στη Μαιονία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[καρύϊνος]], -ΐνη, -ον)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] καρυδιάς, ο [[καρυδένιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καρυΐνη</i><br />στενή [[στάμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καρύδι]] («[[καρύϊνον]] [[ἔλαιον]]» — το [[καρυδέλαιο]], <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρύϊνος]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που παραγόταν στη Μαιονία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. <i>δρύ</i>-<i>ινος</i>, <i>πώρ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καρύϊνος, -ΐνη, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, ο καρυδένιος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυΐνη
στενή στάμνα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από καρύδι («καρύϊνον ἔλαιον» — το καρυδέλαιο, Γαλ.)
2. φρ. «καρύϊνος οἶνος» — οίνος που παραγόταν στη Μαιονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ινος (πρβλ. δρύ-ινος, πώρ-ινος)].