κατάρτυσις: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(19) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάρτυσις]], ἡ (Α) [[καταρτύω]]<br /><b>1.</b> η [[άσκηση]], η [[εκγύμναση]], η [[αγωγή]] («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους [[γίγνεσθαι]]... [[ὅταν]] ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]], η [[κατασκευή]]. | |mltxt=[[κατάρτυσις]], ἡ (Α) [[καταρτύω]]<br /><b>1.</b> η [[άσκηση]], η [[εκγύμναση]], η [[αγωγή]] («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους [[γίγνεσθαι]]... [[ὅταν]] ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[επεξεργασία]], η [[κατασκευή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάρτῡσις:''' εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A training, discipline, παιδεία καὶ κ. Plu.Them.2; ψυχῶν Iamb.VP16.68, cf. 20.95. 2 = confectio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Erziehung, Sp.; von Pferden, Dressur, Plut. Them. 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῡσις: -εως, ἡ, (καταρτύω), κατάρτισις (ὃ ἴδε), Ἰάμβλ. ἐν Β. Πυθ. 68 καὶ 95.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’élever, de former, de dresser, de discipliner.
Étymologie: καταρτύω.
Greek Monolingual
κατάρτυσις, ἡ (Α) καταρτύω
1. η άσκηση, η εκγύμναση, η αγωγή («τοὺς τραχυτάτους πώλους ἀρίστους ἵππους γίγνεσθαι... ὅταν ἧς προσήκει τύχωσι παιδείας καὶ καταρτύσεως», Πλούτ.)
2. η επεξεργασία, η κατασκευή.
Russian (Dvoretsky)
κατάρτῡσις: εως ἡ воспитание, обучение, дрессировка (τῶν ἵππων Plut.).