καταστοχασμός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(19) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταστοχασμός]], ὁ (Α) [[καταστοχάζω]]<br />[[υπόνοια]], [[εικασία]], [[συμπέρασμα]]. | |mltxt=[[καταστοχασμός]], ὁ (Α) [[καταστοχάζω]]<br />[[υπόνοια]], [[εικασία]], [[συμπέρασμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστοχασμός:''' ὁ предположение, догадка ([[ὑπόνοια]] [[καί]] κ. Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A conjecture, D.S.1.37.
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).