κατήρης: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=[[κατήρης]], -ῆρες (Α)<br /><b>1.</b> εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πλοία) αυτός που έχει [[κουπιά]] («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταρσός]] [[κατήρης]]» — [[κουπί]] καλά προσαρμοσμένο (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. <i>κατ</i>-[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (Ι) που συνδέεται με το ρ. [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[ταιριάζω]], [[εφοδιάζω]]», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει [[κουπιά]]» <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-[[ήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατήρης:''' -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με [[κάτι]], σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με [[κουπιά]], [[πλοῖον]] κατῆρες, κωπηλατικό [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>ταρσὸς κ</i>., [[καλά]] προσαρμοσμένο [[κουπί]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήρης Medium diacritics: κατήρης Low diacritics: κατήρης Capitals: ΚΑΤΗΡΗΣ
Transliteration A: katḗrēs Transliteration B: katērēs Transliteration C: katiris Beta Code: kath/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω)

   A fitted out, furnished with, χλανιδίοις E. Supp.110; ὀσμῇ Id.El.498; δένδρεα . . καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [ἕρπυλλος] φύλλοισι κ. Nic.Th.69; esp. of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT1346.

German (Pape)

[Seite 1401] ες (ἄρω), ausgerüstet, versehen womit; χλανιδίοις, damit verhüllt, Eur. Suppl. 122; bes. von Fahrzeugen, mit Rudern versehen, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον Her. 8, 21; κατήρει ταρσῷ, vom Ruder, Eur. I. T. 1346; übertr., παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρες El. 493; λασίοισιν ἀεὶ φύλλοισι κατήρης Nic. Th. 69.

Greek (Liddell-Scott)

κατήρης: -ες, (*ἄρω) ἐξηρτυμένος, ἐφωδιασμένος, ἡτοιμασμένος, χλανιδίοις κ., κεκαλυμμένος, τυλιγμένος, Εὐρ. Ἱκέτ. 110· ὀσμῇ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 498· δένδρεα… καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα (Näke κατῄορα) Ἐμπεδ. 436· ἕρπυλλος φύλλοισι κατ. Νικ. Θηρ. 69·― ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἐφωδιασμένος μὲ κώπας, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον, κώπαις ἐξηρτυμένον, εὐήρετμον, Ἡρόδ 8. 21· ἀλλά, ταρσὸς κ., κώπη καλῶς ἡρμοσμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 1362. ἴδε Ἕρμανν. καὶ πρβλ. εὐήρης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout garni : πλοῖον κατῆρες HDT navire tout équipé ; τάρσος κατήρης EUR rame bien ajustée.
Étymologie: κατά, *ἄρω.

Greek Monolingual

κατήρης, -ῆρες (Α)
1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.)
2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.)
3. φρ. «ταρσός κατήρης» — κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. κατ-ήρης < κατ(α)- + -ήρης (Ι) που συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω, εφοδιάζω», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει κουπιά» < κατ(α)- + -ήρης (ΙΙ) που συνδέεται με τον τ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τρι-ήρης)].

Greek Monotonic

κατήρης: -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με κάτι, σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με κουπιά, πλοῖον κατῆρες, κωπηλατικό πλοίο, σε Ηρόδ.· αλλά, ταρσὸς κ., καλά προσαρμοσμένο κουπί, σε Ευρ.