κενοφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενοφωνία]], ἡ (ΑΜ) [[κενοφωνῶ]]<br />το να λέγει [[κανείς]] κενά [[λόγια]], [[ματαιολογία]], [[μωρολογία]].
|mltxt=[[κενοφωνία]], ἡ (ΑΜ) [[κενοφωνῶ]]<br />το να λέγει [[κανείς]] κενά [[λόγια]], [[ματαιολογία]], [[μωρολογία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κενοφωνία:''' ἡ ([[φωνέω]]), μάταιη [[συζήτηση]], [[φλυαρία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοφωνία Medium diacritics: κενοφωνία Low diacritics: κενοφωνία Capitals: ΚΕΝΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kenophōnía Transliteration B: kenophōnia Transliteration C: kenofonia Beta Code: kenofwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.

English (Strong)

from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.

Greek Monolingual

κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.

Greek Monotonic

κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη