κέλευση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(20)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κέλευσις]]) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («κατὰ κέλευσιν θεοῡ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στο ρωμ. δίκ.) η [[πληρεξουσιότητα]] που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με [[τρίτον]] για λογαριασμό του κελεύοντος.
|mltxt=η (ΑΜ [[κέλευσις]]) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[εντολή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]] («κατὰ κέλευσιν θεοῦ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (στο ρωμ. δίκ.) η [[πληρεξουσιότητα]] που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με [[τρίτον]] για λογαριασμό του κελεύοντος.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ κέλευσις) κελεύω
1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῦ», επιγρ.)
2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό του κελεύοντος.