κεντρηνεκής: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεντρηνεκής]], -ές (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ηνεκής]]. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -<i>ενεκ</i>-<i>ής</i>, στον οποίο απαντά το [[θέμα]] τών <i>ἐνεγκεῖν</i>, [[ἐνεχθῆναι]] με [[τροπή]] του αρχικού -<i>ε</i>- σε -<i>η</i>- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[ηνεκής]], <i>δουρ</i>-[[ηνεκής]])]. | |mltxt=[[κεντρηνεκής]], -ές (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ηνεκής]]. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -<i>ενεκ</i>-<i>ής</i>, στον οποίο απαντά το [[θέμα]] τών <i>ἐνεγκεῖν</i>, [[ἐνεχθῆναι]] με [[τροπή]] του αρχικού -<i>ε</i>- σε -<i>η</i>- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[ηνεκής]], <i>δουρ</i>-[[ηνεκής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεντρηνεκής:''' -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A spurred or goaded on, ἵπποι Il.5.752, 8.396.
German (Pape)
[Seite 1418] ές, mit dem Stachel angetrieben, angespornt (ἐνεγκεῖν), ἵπποι, Il. 5, 752. 8, 396.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρηνεκής: -ές, κεντούμενος, παροτρυνόμενος, ἵπποι Ἰλ. Ε. 752., Θ. 396.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pressé par l’aiguillon.
Étymologie: κέντρον, ἐνεγκεῖν.
English (Autenrieth)
ές: goaded on. (Il.)
Greek Monolingual
κεντρηνεκής, -ές (Α)
(για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -ηνεκής. Το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε τ. -ενεκ-ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι με τροπή του αρχικού -ε- σε -η- λόγω της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δι-ηνεκής, δουρ-ηνεκής)].
Greek Monotonic
κεντρηνεκής: -ές (*ἐνέγκω), κεντρισμένος ή υποκινημένος, σε Ομήρ. Ιλ.