κήπευμα: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κήπευμα]]) [[κηπεύω]]<br />[[φυτό]] που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, [[φυτό]] ή [[άνθος]] του κήπου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κήπευμα]]) [[κηπεύω]]<br />[[φυτό]] που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, [[φυτό]] ή [[άνθος]] του κήπου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κήπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κήπευμα:''' -ατος, τό ([[κηπεύω]]), [[λουλούδι]] του κήπου, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήπευμα Medium diacritics: κήπευμα Low diacritics: κήπευμα Capitals: ΚΗΠΕΥΜΑ
Transliteration A: kḗpeuma Transliteration B: kēpeuma Transliteration C: kipevma Beta Code: kh/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A garden, κηπεύματα Χαρίτων Ar.Av.1100, cf. Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d, Dicaearch.1.13.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, das im Garten Gebau'te, das Gartengewächs; Ar. Av. 1095; Ath. XV, 682 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κήπευμα: τό, ἄνθος τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’ ’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plante potagère ou de jardin.
Étymologie: κηπεύω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κήπευμα) κηπεύω
φυτό που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, φυτό ή άνθος του κήπου
αρχ.
κήπος.

Greek Monotonic

κήπευμα: -ατος, τό (κηπεύω), λουλούδι του κήπου, σε Αριστοφ.