κίλλουρος: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(20) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίλλουρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κίγκλος]], η [[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίλλ</i>-<i>ουρος</i><br />το β' συνθετικό -<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>). Ως [[προς]] το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>kiele</i>, λεττ. <i>ci</i><i>ē</i><i>lava</i>), [[οπότε]] και ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>κι</i>- με σημ. «[[κινώ]], κινούμαι». Η λ. [[είναι]] πιθ., [[τέλος]], να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. [[κίγκλος]]]. | |mltxt=[[κίλλουρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κίγκλος]], η [[σουσουράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κίλλ</i>-<i>ουρος</i><br />το β' συνθετικό -<i>ουρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλ</i>-<i>ουρος</i>). Ως [[προς]] το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>kiele</i>, λεττ. <i>ci</i><i>ē</i><i>lava</i>), [[οπότε]] και ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>κι</i>- με σημ. «[[κινώ]], κινούμαι». Η λ. [[είναι]] πιθ., [[τέλος]], να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. [[κίγκλος]]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κίλλουρος''': {kíllouros}<br />'''Meaning''': [[σεισοπυγίς]] ([[Bachstelze]]) H.<br />'''Etymology''' : Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. ''kíelė'', lett. ''ciẽlava'', apreuß. ''kylo'', das selbst auf ein Verb [[bewegen]] (s. [[κινέω]], [[κίω]]) zurückgeführt wird; lit. ''kíelė'' könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu [[κιλλός]]. In beiden Fällen wäre als Hinterglied [[οὐρά]] [[Schwanz]] angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. ''mōtacilla'' [[die weiße Bachstelze]] s. W.-Hofmann s. v.<br />'''Page''' 1,853 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 2 October 2019
English (LSJ)
ὁ,
A wagtail, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, Wackelschwanz, Bebsterz, ein Vogel wie die Bachstelze, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κίλλουρος: ὁ, τὸ πτηνὸν σεισοπυγὶς (πρβλ. κίγκλος), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κίλλουρος, ὁ (Α)
ο κίγκλος, η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ-ουρος
το β' συνθετικό -ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ-ουρος). Ως προς το α' συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava), οπότε και ανάγεται σε ρίζα κι- με σημ. «κινώ, κινούμαι». Η λ. είναι πιθ., τέλος, να συνδέεται τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά με τον τ. κίγκλος].
Frisk Etymology German
κίλλουρος: {kíllouros}
Meaning: σεισοπυγίς (Bachstelze) H.
Etymology : Nach Schrader BB 15, 127f. zu einem baltischen Wort für Bachstelze, lit. kíelė, lett. ciẽlava, apreuß. kylo, das selbst auf ein Verb bewegen (s. κινέω, κίω) zurückgeführt wird; lit. kíelė könnte dann mit gr. *κίλλα aus *κιλι̯α identisch sein. — Zu erwägen bleibt indessen, ob die Bachstelze nicht einfach nach der grauen Farbe benannt worden ist; s. zu κιλλός. In beiden Fällen wäre als Hinterglied οὐρά Schwanz angehängt. — Über das anklingende, aber dunkle lat. mōtacilla die weiße Bachstelze s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,853