κιθαριστικός: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο. | |mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῐθᾰριστικός:''' -ή, -όν, επιδέξιο [[παίξιμο]] της άρπας, σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), = το επόμ., στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. -ώτερος), Ion540d, etc.: ἡ-κή (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. -κῶς Plu.2.404f.
German (Pape)
[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη ἢ δεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l’art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.
Greek Monolingual
κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.
Greek Monotonic
κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, επιδέξιο παίξιμο της άρπας, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), = το επόμ., στον ίδ.