κίτταρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(20)
 
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κίτταρος
|Medium diacritics=κίτταρος
|Low diacritics=κίτταρος
|Capitals=ΚΙΤΤΑΡΟΣ
|Transliteration A=kíttaros
|Transliteration B=kittaros
|Transliteration C=kittaros
|Beta Code=ki/ttaros
|Definition=ὁ, [[wearer]] of [[κίδαρις]] (Cyprian), Hsch.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίτταρος]], ὁ (Α) [[κίτταρις]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διάδημα]] ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται».
|mltxt=[[κίτταρος]], ὁ (Α) [[κίτταρις]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[διάδημα]] ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται».
}}
}}

Revision as of 11:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίτταρος Medium diacritics: κίτταρος Low diacritics: κίτταρος Capitals: ΚΙΤΤΑΡΟΣ
Transliteration A: kíttaros Transliteration B: kittaros Transliteration C: kittaros Beta Code: ki/ttaros

English (LSJ)

ὁ, wearer of κίδαρις (Cyprian), Hsch.

Greek Monolingual

κίτταρος, ὁ (Α) κίτταρις
(κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῡντες κίτταροι λέγονται».