κορυφολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κορφολόγος]]<br /><b>2.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[μηχανή]] για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>εντομο</i>-[[λόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>ecremeuse</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[κορφολόγος]]<br /><b>2.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[μηχανή]] για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το [[γάλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]], [[πρβλ]]. <i>εντομο</i>-[[λόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ecremeuse</i>].
}}
}}

Revision as of 13:46, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. κορφολόγος
2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -λόγος < λέγω, πρβλ. εντομο-λόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse].