κοπίζω: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(21) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κόπις]] (ΙΙ)] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ψευδολογώ]], [[λέγω]] ψέματα. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κόπις]] (ΙΙ)] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ψευδολογώ]], [[λέγω]] ψέματα.<br /><b>(II)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κοπίς]]<br />[[εορτάζω]] την [[κοπίδα]], δηλ. την [[εορτή]] που τελούσαν οι Σπαρτιάτες [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 8 January 2019
English (LSJ)
(A), (κόπις A)
A talk idly, lie, Hsch.
κοπίζω (B),
A celebrate the κοπίς (κοπίς (B) 11), Ath.4.138f.
German (Pape)
[Seite 1482] (ἡ κοπίς), die lacedämonische Festmahlzeit κοπίς feiern, mitschmausen, Ath. IV, 138 f. (ὁ κόπις), windbeuteln, lügen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοπίζω: μέλλ. -ίσω, (κόπις, ὁ,) ψευδολογῶ, ψεύδομαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κοπίζω (Α) κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα.
(II)
κοπίζω (Α) κοπίς
εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.