κράνειον: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(21)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κράνειον]] και [[κράνιον]], και [[κράνεον]], τὸ (Α)<br />ο [[καρπός]] της κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανεία]] «[[κρανιά]]», με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=[[κράνειον]] και [[κράνιον]], και [[κράνεον]], τὸ (Α)<br />ο [[καρπός]] της κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανεία]] «[[κρανιά]]», με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{elnl
|elnltext=κράνειον -ου, τό, Ion. κράνιον [κράνεια] kornoeljebes.
}}
}}

Revision as of 13:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνειον Medium diacritics: κράνειον Low diacritics: κράνειον Capitals: ΚΡΑΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kráneion Transliteration B: kraneion Transliteration C: kraneion Beta Code: kra/neion

English (LSJ)

τό,

   A fruit of κράνεια, Amphis 38, Anaxandr.41.54 (prob.), Thphr.HP3.2.1: dat. pl. written κρανέοις ib.4.4.5:—later κράνιον, Gal.6.620, al. (pl.).

Greek Monolingual

κράνειον και κράνιον, και κράνεον, τὸ (Α)
ο καρπός της κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά», με αλλαγή γένους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράνειον -ου, τό, Ion. κράνιον [κράνεια] kornoeljebes.