κυλίσκη: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(22)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλίσκη''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κύλιξ]], [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― [[ὅθεν]] β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον [[ἄλλοτε]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, [[ἔνθα]] νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.
|lstext='''κῠλίσκη''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κύλιξ]], Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― [[ὅθεν]] β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον [[ἄλλοτε]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, [[ἔνθα]] νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυλίσκη]], ἡ (Α)<br />μικρή [[κύλικα]], κυπελλάκι, [[ποτηράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κύλ</i>-<i>ιξ</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφαν</i>-<i>ίσκη</i>, <i>χυτρ</i>-<i>ίσκη</i>)].
|mltxt=[[κυλίσκη]], ἡ (Α)<br />μικρή [[κύλικα]], κυπελλάκι, [[ποτηράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κύλ</i>-<i>ιξ</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφαν</i>-<i>ίσκη</i>, <i>χυτρ</i>-<i>ίσκη</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλίσκη Medium diacritics: κυλίσκη Low diacritics: κυλίσκη Capitals: ΚΥΛΙΣΚΗ
Transliteration A: kylískē Transliteration B: kyliskē Transliteration C: kyliski Beta Code: kuli/skh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of κύλιξ, D.H.2.23, Poll.6.95, 10.66:—hence Dim. κῠλ-ίσκιον, τό, Id.6.98, 10.66, cf. Ar.Ach.459 codd. (

   A κοτυλίσκιον Ath.11.479b.)

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, Πολυδ. Ϛ΄, 95, Ι΄, 66, Διον. Ἁλ. 2. 23· ― ὅθεν β΄ ὑποκορ. κῠλίσκιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 98· ἀναγινωσκόμενον ἄλλοτε ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 459, ἔνθα νῦν φέρεται κοτυλίσκιον, πρβλ. Ἀθήν. 419Β.

Greek Monolingual

κυλίσκη, ἡ (Α)
μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ-ιξ + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. στεφαν-ίσκη, χυτρ-ίσκη)].