Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεδήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενεδήϊος]], δωρ. τ. [[μενεδάϊος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του [[κατά]] τη [[μάχη]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δήϊος]] «[[εχθρικός]], [[φοβερός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[δήιος]])].
|mltxt=[[μενεδήϊος]], δωρ. τ. [[μενεδάϊος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του [[κατά]] τη [[μάχη]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δήϊος]] «[[εχθρικός]], [[φοβερός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[δήιος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μενεδήϊος:''' -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -[[δάϊος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεδήϊος Medium diacritics: μενεδήϊος Low diacritics: μενεδήϊος Capitals: ΜΕΝΕΔΗΪΟΣ
Transliteration A: menedḗïos Transliteration B: menedēios Transliteration C: menediios Beta Code: menedh/i+os

English (LSJ)

ον,

   A standing one's ground against the enemy, staunch, κραδίη Il.12.247, 13.228:—Dor. μενε-δάϊος AP7.208 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 132] den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il. 13, 228 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient l’effort de l’ennemi.
Étymologie: μένω, δήϊος.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].

Greek Monotonic

μενεδήϊος: -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -δάϊος, σε Ανθ.