μνησιπήμων: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[πήμων]].
|mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[πήμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνησῐπήμων:''' -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]], οδυνηρή [[ανάμνηση]] της δυστυχίας, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐπήμων Medium diacritics: μνησιπήμων Low diacritics: μνησιπήμων Capitals: ΜΝΗΣΙΠΗΜΩΝ
Transliteration A: mnēsipḗmōn Transliteration B: mnēsipēmōn Transliteration C: mnisipimon Beta Code: mnhsiph/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A reminding of misery: μ. πόνος the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.

Greek (Liddell-Scott)

μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu’il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.

Greek Monolingual

μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινο-πήμων.

Greek Monotonic

μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.