μισαλάζων: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισαλάζων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀλαζών]]].
|mltxt=[[μισαλάζων]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀλαζών]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσᾰλάζων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσᾰλάζων Medium diacritics: μισαλάζων Low diacritics: μισαλάζων Capitals: ΜΙΣΑΛΑΖΩΝ
Transliteration A: misalázōn Transliteration B: misalazōn Transliteration C: misalazon Beta Code: misala/zwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A hating boasters, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.

Greek Monolingual

μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].

Greek Monotonic

μῑσᾰλάζων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.