λειώλης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(22)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leiolis
|Transliteration C=leiolis
|Beta Code=leiw/lhs
|Beta Code=leiw/lhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πανώλης]], <span class="title">IG</span>12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· <b class="b3">τελείως ἐξώλης</b>, Hsch.</span>
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πανώλης]], <span class="title">IG</span>12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· <b class="b3">τελείως ἐξώλης</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειώλης]], -ες (Α)<br /><b>επιγρ.</b> κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λείως]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ</i>-<i>ώλης</i>, <i>προ</i>-<i>ώλης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[λειώλης]], -ες (Α)<br /><b>επιγρ.</b> κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λείως]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ</i>-<i>ώλης</i>, <i>προ</i>-<i>ώλης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Revision as of 10:35, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειώλης Medium diacritics: λειώλης Low diacritics: λειώλης Capitals: ΛΕΙΩΛΗΣ
Transliteration A: leiṓlēs Transliteration B: leiōlēs Transliteration C: leiolis Beta Code: leiw/lhs

English (LSJ)

ες,    A = πανώλης, IG12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· τελείως ἐξώλης, Hsch.

Greek Monolingual

λειώλης, -ες (Α)
επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση του επιρρ. λείως + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης, προ-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].