λεπτουργία: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(23)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτολογία]] («[[πλείων]] τοῡ ἀνδρὸς ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] καὶ ἡ [[λεπτουργία]]», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> [[οξύτητα]] πνεύματος.
|mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτολογία]] («[[πλείων]] τοῦ ἀνδρὸς ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] καὶ ἡ [[λεπτουργία]]», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> [[οξύτητα]] πνεύματος.
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργία Medium diacritics: λεπτουργία Low diacritics: λεπτουργία Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: leptourgía Transliteration B: leptourgia Transliteration C: leptourgia Beta Code: leptourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fine workmanship, Bito 54.3, J.AJ3.6.4; esp. in wood, cabinet-making, PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., working out in detail, Them.Or.34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; subtlety, Procl.in Prm.p.518 S.

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, feine Arbeit, bes. der Tischler und Drechsler, ἀπὸ ξύλου, Sp., von Geweben, Ios. Uebtr. von geistigen Arbeiten, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργία: ἡ, λεπτὴ ἐργασία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ.

Greek Monolingual

η (AM λεπτουργία) λεπτουργός
καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.)
μσν.
(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή
αρχ.
1. λεπτολογίαπλείων τοῦ ἀνδρὸς ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ λεπτουργία», Θεμίστ.)
2. οξύτητα πνεύματος.