λιμνασία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμνασία]], ἡ (Α) [[λιμνάζω]]<br />η [[στασιμότητα]] του νερού, το [[λίμνασμα]] ή το πλημμυρισμένο [[έδαφος]].
|mltxt=[[λιμνασία]], ἡ (Α) [[λιμνάζω]]<br />η [[στασιμότητα]] του νερού, το [[λίμνασμα]] ή το πλημμυρισμένο [[έδαφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λιμνασία:''' ἡ стоячая вода Arst.
}}
}}

Revision as of 23:38, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνᾰσία Medium diacritics: λιμνασία Low diacritics: λιμνασία Capitals: ΛΙΜΝΑΣΙΑ
Transliteration A: limnasía Transliteration B: limnasia Transliteration C: limnasia Beta Code: limnasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A marshy ground, Arist. Pr.938a7.

German (Pape)

[Seite 48] ἡ, das Austreten u. Stehenbleiben des Meer- od. Flußwassers, Versumpfen, Arist. probl. 25, 2.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνᾰσία: ἡ, ἡ στασιμότης τοῦ ὕδατος, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.

Greek Monolingual

λιμνασία, ἡ (Α) λιμνάζω
η στασιμότητα του νερού, το λίμνασμα ή το πλημμυρισμένο έδαφος.

Russian (Dvoretsky)

λιμνασία: ἡ стоячая вода Arst.