Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λήρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λήρημα]]) [[ληρώ]]<br />ανόητη [[ομιλία]], [[φλυαρία]], [[μωρολογία]], ανοητολογία («[[εἴτε]] ληρήματα χρὴ [[φάναι]] [[εἶναι]] [[εἴτε]] φλυαρίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=το (Α [[λήρημα]]) [[ληρώ]]<br />ανόητη [[ομιλία]], [[φλυαρία]], [[μωρολογία]], ανοητολογία («[[εἴτε]] ληρήματα χρὴ [[φάναι]] [[εἶναι]] [[εἴτε]] φλυαρίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λήρημα:''' -ατος, τό, ανόητη [[ομιλία]], [[φλυαρία]], [[ανοησία]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήρημα Medium diacritics: λήρημα Low diacritics: λήρημα Capitals: ΛΗΡΗΜΑ
Transliteration A: lḗrēma Transliteration B: lērēma Transliteration C: lirima Beta Code: lh/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.

Greek Monolingual

το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.