λοισθήιος: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(23) |
(1ba) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λοισθήϊος]], -ον (Α) [[[λοίσθος]] (I)]<br />αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή [[είναι]] προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' [[ἄεθλον]]» — πήρε το τελευταίο [[βραβείο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[λοισθήϊος]], -ον (Α) [[[λοίσθος]] (I)]<br />αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή [[είναι]] προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' [[ἄεθλον]]» — πήρε το τελευταίο [[βραβείο]], <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λοισθήιος]], ον [epic for [[λοίσθιος]]<br />λοισθήιον [[ἄεθλον]] the [[prize]] for the [[last]] in the [[race]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
λοισθήιος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ λοίσθιος, λοῖσθος, Ἀντίλοχος δ’ ἄρα δὴ λοισθήιον ἔκφερ’ ἄεθλον, «Ἀντίλοχος δὲ τὸ ἔσχατον ἔπαθλον ἔλαβεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 785· ὡσαύτως πληθ., λοισθήι’ ἔθηκεν (δηλ. ἄεθλα) αὐτόθι 751.
English (Autenrieth)
(λοῖσθος): for the last in the race, only of prizes, ἄεθλον; and as subst. λοισθήια (cf. πρωτεῖα, δευτερεῖα), prize for the last, Il. 23.751. (Il.)
Greek Monolingual
λοισθήϊος, -ον (Α) [[[λοίσθος]] (I)]
αυτός που ανήκει στον τελευταίο ή είναι προορισμένος για τον τελευταίο («λησθήϊον ἔκφερ' ἄεθλον» — πήρε το τελευταίο βραβείο, Ομ. Ιλ.).
Middle Liddell
λοισθήιος, ον [epic for λοίσθιος
λοισθήιον ἄεθλον the prize for the last in the race, Il.