λουλούδι: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λελούδι]] και [[λούλουδο]], το (Μ λουλούδιν και [[λουλούδι]])<br />το [[μέρος]] του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο [[καρπός]], το [[άνθος]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] [[ωραίο]] και αγαπητό, [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[λουλούδι]] της Μονεμβασιάς και [[κάστρο]] της Αθήνας», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται [[γρήγορα]], [[εφήμερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αλβ. <i>l</i>'<i>ul</i>'<i>e</i>, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών <i>λειρίδιον</i> και <i>λειλίδιον</i>. Κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>λίλι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lilium</i> «[[κρίνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούδι</i>. Ο τ. [[λούλουδο]] <span style="color: red;"><</span> <i>αγριο</i>-[[λούλουδο]], κατ' [[απόσπαση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάνονας]] <span style="color: red;"><</span> <i>νομο</i>-[[κάνονας]])].
|mltxt=και [[λελούδι]] και [[λούλουδο]], το (Μ λουλούδιν και [[λουλούδι]])<br />το [[μέρος]] του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο [[καρπός]], το [[άνθος]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] [[ωραίο]] και αγαπητό, [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[λουλούδι]] της Μονεμβασιάς και [[κάστρο]] της Αθήνας», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται [[γρήγορα]], [[εφήμερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αλβ. <i>l</i>'<i>ul</i>'<i>e</i>, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών <i>λειρίδιον</i> και <i>λειλίδιον</i>. Κατ' άλλους, <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>λίλι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lilium</i> «[[κρίνο]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούδι</i>. Ο τ. [[λούλουδο]] <span style="color: red;"><</span> <i>αγριο</i>-[[λούλουδο]], κατ' [[απόσπαση]] ([[πρβλ]]. [[κάνονας]] <span style="color: red;"><</span> <i>νομο</i>-[[κάνονας]])].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λελούδι και λούλουδο, το (Μ λουλούδιν και λουλούδι)
το μέρος του φυτού που περιλαμβάνει τα όργανα της αναπαραγωγής του και στο οποίο αναπτύσσεται ο καρπός, το άνθος
2. καθετί ωραίο και αγαπητό, κόσμημα, στολίδιλουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Αθήνας», δημ. τραγούδι)
3. (μτφ. ως επίθ.) αυτός που χάνεται γρήγορα, εφήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. l'ul'e, αν δεν πρόκειται για συμφυρμό τών λειρίδιον και λειλίδιον. Κατ' άλλους, < μσν. λίλι(ον) < λατ. lilium «κρίνο» + κατάλ. -ούδι. Ο τ. λούλουδο < αγριο-λούλουδο, κατ' απόσπαση (πρβλ. κάνονας < νομο-κάνονας)].