μαυροφορώ: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(24)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαυροφόρος]]<br /><b>1.</b> [[φορώ]] μαύρα ρούχα, [[πενθώ]] («μαύρα θα βάλω να [[φορώ]] να με θωρούν να [[λέσι]] [[κρίμα]] στ' [[αγγελικό]] [[κορμί]] και να μαυροφορέσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυροφορεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που [[φορά]] μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο [[μαυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο [[πόλεμος]] μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τον ήλιο ή τα άστρα) [[σβήνω]], [[σκοτεινιάζω]] («ὁ [[ἥλιος]], τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῡνε» <b>(Ζήν.)</b><br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[ρασοφόρος]] («ὁ [[πατριάρχης]] κίνησε νὰ πάγει στὸ [[παλάτι]] και [[ὄπισθεν]] καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).
|mltxt=[[μαυροφόρος]]<br /><b>1.</b> [[φορώ]] μαύρα ρούχα, [[πενθώ]] («μαύρα θα βάλω να [[φορώ]] να με θωρούν να [[λέσι]] [[κρίμα]] στ' [[αγγελικό]] [[κορμί]] και να μαυροφορέσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαυροφορεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που [[φορά]] μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο [[μαυροφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο [[πόλεμος]] μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τον ήλιο ή τα άστρα) [[σβήνω]], [[σκοτεινιάζω]] («ὁ [[ἥλιος]], τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῦν
ε» <b>(Ζήν.)</b><br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο [[ρασοφόρος]] («ὁ [[πατριάρχης]] κίνησε νὰ πάγει στὸ [[παλάτι]] και [[ὄπισθεν]] καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

μαυροφόρος
1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ' αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί, ο μαυροφόρος
νεοελλ.
κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα ρούχα, να πενθήσει («ο πόλεμος μαυροφόρεσε ολόκληρη την υφήλιο»)
μσν.
1. μτφ. (για τον ήλιο ή τα άστρα) σβήνω, σκοτεινιάζω («ὁ ἥλιος, τ' ἄστρα, ὁ οὐρανὸς ἂς μαυροφορεθοῦν ε» (Ζήν.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ο ρασοφόρος («ὁ πατριάρχης κίνησε νὰ πάγει στὸ παλάτι και ὄπισθεν καλόγεροι οἱ μαυροφορεμένοι»).