μελανόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μελανόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα μάτια, [[μαυρομάτης]] («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μελανόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα μάτια, [[μαυρομάτης]] («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόφθαλμος:''' черноглазый Arst., Anth.
}}
}}

Revision as of 14:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφθαλμος Medium diacritics: μελανόφθαλμος Low diacritics: μελανόφθαλμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: melanóphthalmos Transliteration B: melanophthalmos Transliteration C: melanofthalmos Beta Code: melano/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A black-eyed, Hp.Epid.1.19, Arist.GA779a35, Philostr.Gym.25, Gp.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 120] schwarzäugig, Strat. 5 (XII, 5) Schol. Il. 1, 98 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφθαλμος: -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελανόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει μαύρα μάτια, μαυρομάτης («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόφθαλμος: черноглазый Arst., Anth.