μελάνωμα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>melanoma</i>)].
|mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melanoma</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 120] τό, das Geschwärzte, die Schwärze, Eumath.

Greek (Liddell-Scott)

μελάνωμα: τό, «μαύρισμα», Εὐμάθ. σ. 13.

Greek Monolingual

το (Μ μελάνωμα) η βαφή με μαύρο χρώμα, το μαύρισμα
νεοελλ.
1. ρύπανση, λέρωμα με μελάνη
2. στον πληθ. μελανώματα
ιατρ. γενική ονομασία που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανώνω. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. melanoma)].