μεταμέλπομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταμέλπομαι]] (Α)<br />[[ψάλλω]] ή [[χορεύω]] [[ανάμεσα]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <i>μέλπομαι</i> «[[ψάλλω]]»].
|mltxt=[[μεταμέλπομαι]] (Α)<br />[[ψάλλω]] ή [[χορεύω]] [[ανάμεσα]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <i>μέλπομαι</i> «[[ψάλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταμέλπομαι:''' αποθ., [[τραγουδώ]] ή [[χορεύω]] [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμέλπομαι Medium diacritics: μεταμέλπομαι Low diacritics: μεταμέλπομαι Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΠΟΜΑΙ
Transliteration A: metamélpomai Transliteration B: metamelpomai Transliteration C: metamelpomai Beta Code: metame/lpomai

English (LSJ)

   A sing or dance among, τισι h.Ap.197.

German (Pape)

[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλωχορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.

French (Bailly abrégé)

chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.

Greek Monolingual

μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].

Greek Monotonic

μεταμέλπομαι: αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.