μεσοπόρος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσοπόρος]], επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί στο [[μέσο]]<br /><b>2.</b> αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -<i>σσ</i>- του <i>μεσσοπόρος</i> <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]])]. | |mltxt=[[μεσοπόρος]], επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί στο [[μέσο]]<br /><b>2.</b> αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -<i>σσ</i>- του <i>μεσσοπόρος</i> <b>βλ. λ.</b> [[μέσος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεσοπόρος:''' Επικ. μεσσ-, <i>-ον</i>, αυτός που προχωρεί στο [[μέσον]], [[μεσοπόρος]] δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο [[μέσο]] της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. μεσσ-, ον,
A going or passing in the middle, Opp.H.5.46; μ. δι' αἰθέρος through mid-air, E.Ion1152.
German (Pape)
[Seite 139] in der Mitte gehend, Opp. Hal. 5, 46; μεσόπορος, in der Mitte betreten, αἰθήρ, Eur. Ion 1152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 traversé au milieu;
2 qui marche au milieu.
Étymologie: μέσος, πορεύομαι.
Greek Monolingual
μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί στο μέσο
2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου της θάλασσας ή του αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι' αἰθέρος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόρος (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. (για τα δύο -σσ- του μεσσοπόρος βλ. λ. μέσος)].
Greek Monotonic
μεσοπόρος: Επικ. μεσσ-, -ον, αυτός που προχωρεί στο μέσον, μεσοπόρος δι' αἰθέρος, αυτός που πορεύεται στο μέσο της ατμόσφαιρας (του ουρανού), σε Ευρ.