μετωποσώφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(25)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-[[σώφρων]])].
|mltxt=[[μετωποσώφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σεμνό [[μέτωπο]], σεμνή [[έκφραση]] προσώπου, [[σεμνοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[σώφρων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-[[σώφρων]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μετωποσώφρων:''' 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος).
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσώφρων Medium diacritics: μετωποσώφρων Low diacritics: μετωποσώφρων Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΩΦΡΩΝ
Transliteration A: metōposṓphrōn Transliteration B: metōposōphrōn Transliteration C: metoposofron Beta Code: metwposw/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).

German (Pape)

[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.

Greek Monolingual

μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο-σώφρων)].

Russian (Dvoretsky)

μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος).