μιαρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιαρόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μιαρή [[γλώσσα]], [[αισχρολόγος]], βρομόγλωσσος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[μιαρόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μιαρή [[γλώσσα]], [[αισχρολόγος]], βρομόγλωσσος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιᾰρόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), [[βωμολόχος]], [[χυδαιολόγος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐᾰρόγλωσσος Medium diacritics: μιαρόγλωσσος Low diacritics: μιαρόγλωσσος Capitals: ΜΙΑΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: miaróglōssos Transliteration B: miaroglōssos Transliteration C: miaroglossos Beta Code: miaro/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A foul-mouthed, AP7.377 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 182] mit schmutziger Zunge, schmähsüchtig, Eryc. 11 (VII, 377).

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰρόγλωσσος: -όν, ὁ ἔχων μιαρὰν γλῶσσαν, αἰσχρολόγος, «βρωμόγλωσσος», Ἀνθ. Π. 7. 377.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage impur ou criminel.
Étymologie: μιαρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

μιαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει μιαρή γλώσσα, αισχρολόγος, βρομόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Greek Monotonic

μιᾰρόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), βωμολόχος, χυδαιολόγος, σε Ανθ.