μόρφημα: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>γλωσσ.</b> ελάχιστη, με την [[έννοια]] ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε [[άλλη]] μικρότερη, [[μονάδα]] του λόγου που [[είναι]] [[φορέας]] μιας σημασίας<br />ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική [[μορφή]], [[δηλαδή]] μπορεί να προκύψει [[μετά]] από [[διάσπαση]] της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>morpheme</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>eme</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ημα</i>) «[[μονάδα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[φώνημα]], [[λέξημα]], [[γράφημα]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=το<br /><b>γλωσσ.</b> ελάχιστη, με την [[έννοια]] ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε [[άλλη]] μικρότερη, [[μονάδα]] του λόγου που [[είναι]] [[φορέας]] μιας σημασίας<br />ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική [[μορφή]], [[δηλαδή]] μπορεί να προκύψει [[μετά]] από [[διάσπαση]] της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>morpheme</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>eme</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ημα</i>) «[[μονάδα]]» ([[πρβλ]]. [[φώνημα]], [[λέξημα]], [[γράφημα]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
γλωσσ. ελάχιστη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να αναλυθεί σε άλλη μικρότερη, μονάδα του λόγου που είναι φορέας μιας σημασίας
ή αξίας στο επίπεδο της γραμματικής και έχει φωνητική μορφή, δηλαδή μπορεί να προκύψει μετά από διάσπαση της εκφωνούμενης πρότασης ή λέξης, τέτοια που να μην επηρεάζει το φωνολογικό επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morpheme (< μορφή) + -eme (< -ημα) «μονάδα» (πρβλ. φώνημα, λέξημα, γράφημα κ.ά.)].