μονόκρουνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(25) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκρουνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βρύση]]) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόκρουνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[βρύση]]) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[μονόκρουνον]]<br />[[δοχείο]] που έχει ένα μόνο [[στόμιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρούνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>κρουνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόκρουνος, -ον)
νεοελλ.
(για βρύση) αυτή που ρέει από έναν μόνο κρουνό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόκρουνον
δοχείο που έχει ένα μόνο στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κρούνη (πρβλ. πολύ-κρουνος)].