Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(26)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυθολόγος]])<br />αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη [[μυθολογία]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη [[φαντασία]] του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο [[παραμυθάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυθολογικός]]<br /><b>2.</b> [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυθολόγος]])<br />αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη [[μυθολογία]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη [[φαντασία]] του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο [[παραμυθάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μυθολογικός]]<br /><b>2.</b> [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), [[αφηγητής]] θρυλικών ιστοριών, [[αφηγητής]] με τη γενική [[έννοια]] του όρου, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 215] der Fabeln, Götter- od. Sagengeschichten erzählt, καὶ ποιητής, Plat. Rep. III, 398 b; Legg. II, 664 d; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μυθολόγος: ὁ, ὁ διηγούμενος μύθους, μνημονεύων ἀρχαίας παραδόσεις, συνάπτεται μετὰ τοῦ ποιητής, Πλάτ. Πολ. 392D, 398Β· λεγόμενον περὶ τοῦ Ἡροδ. ὑπὸ τοῦ Ἀριστ., π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· - ὡς ἐπίθ., ᾠδαὶ μ. Πλάτ. Νόμ. 664D. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, λάλος, Μανέθων 4. 445.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui compose des fables, mythologue.
Étymologie: μῦθος, λέγω³.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυθολόγος)
αυτός που διηγείται μύθους, παλαιές ιστορίες και παραδόσεις
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με τη μυθολογία
(μσν. -αρχ.) αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, ο παραμυθάς
αρχ.
1. ως επίθ. μυθολογικός
2. φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -λόγος].

Greek Monotonic

μῡθολόγος: ὁ (λέγω), αφηγητής θρυλικών ιστοριών, αφηγητής με τη γενική έννοια του όρου, σε Πλάτ.