μύξος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(26)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύξος]], ὁ (Α)<br />[[μύξων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον τ. [[μύξων]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόκκος]] - [[κόκκων]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μύξος]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μυωξός]]».
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύξος]], ὁ (Α)<br />[[μύξων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον τ. [[μύξων]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κόκκος]] - [[κόκκων]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μύξος]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μυωξός]]».
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύξος Medium diacritics: μύξος Low diacritics: μύξος Capitals: ΜΥΞΟΣ
Transliteration A: mýxos Transliteration B: myxos Transliteration C: myksos Beta Code: mu/cos

English (LSJ)

ὁ,

   A = μύξων, Ath.7.306f (quoting Arist.HA543b15).    II = μυωξός, Suid.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, = μυοξός, zw. ὁ, = μύξινος, Ath. VII, 306 f aus Arist. H. A. 5, 11, wo σμύξων steht u. v. l. μύξων ist.

Greek (Liddell-Scott)

μύξος: ὁ, ἴδε μύξων.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
poisson à peau visqueuse, lamproie.
Étymologie: μύξα.

Greek Monolingual

(I)
μύξος, ὁ (Α)
μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον τ. μύξων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόκκος - κόκκων)].
(II)
μύξος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «μυωξός».