μυττωτός: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυττωτός]] και [[μυσωτός]], ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)<br />χυλώδες [[έδεσμα]] που παρασκευαζόταν [[κυρίως]] από σκόρδα, ελιές, [[τυρί]], [[μέλι]] κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, [[είδος]] σκορδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]], -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θυσαν</i>-[[ωτός]], <i>καρυ</i>-[[ωτός]]). Το διπλό -<i>ττ</i>- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται [[σύνδεση]] της λ. με το [[μῦμα]] «[[είδος]] φαγητού»].
|mltxt=[[μυττωτός]] και [[μυσωτός]], ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)<br />χυλώδες [[έδεσμα]] που παρασκευαζόταν [[κυρίως]] από σκόρδα, ελιές, [[τυρί]], [[μέλι]] κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, [[είδος]] σκορδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]], -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θυσαν</i>-[[ωτός]], <i>καρυ</i>-[[ωτός]]). Το διπλό -<i>ττ</i>- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται [[σύνδεση]] της λ. με το [[μῦμα]] «[[είδος]] φαγητού»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυττωτός:''' ὁ, εύγεστο [[πιάτο]] από [[τυρί]], [[μέλι]], [[σκόρδο]], που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη [[σκορδαλιά]], Λατ. [[moretum]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτός Medium diacritics: μυττωτός Low diacritics: μυττωτός Capitals: ΜΥΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: myttōtós Transliteration B: myttōtos Transliteration C: myttotos Beta Code: muttwto/s

English (LSJ)

(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ,

   A savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr.HP7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d’ail et d’olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.

Greek Monolingual

μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσαν-ωτός, καρυ-ωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Greek Monotonic

μυττωτός: ὁ, εύγεστο πιάτο από τυρί, μέλι, σκόρδο, που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη σκορδαλιά, Λατ. moretum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).