ναυπηγικός: Difference between revisions
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυπηγικός]], -ή, -όν) [[ναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναυπηγία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπηγία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η ναυπηγική</i> και <i>το ναυπηγικό</i><br />α) η [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η [[τέχνη]] του ναυπηγού<br />β) [[ναυπήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ναυπηγική [[κλίνη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμβόλαιο]] για την [[κατασκευή]] πλοίου. | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναυπηγικός]], -ή, -όν) [[ναυπηγός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ναυπηγία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπηγία]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>η ναυπηγική</i> και <i>το ναυπηγικό</i><br />α) η [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η [[τέχνη]] του ναυπηγού<br />β) [[ναυπήγηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ναυπηγική [[κλίνη]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[χώρος]] συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[συμβόλαιο]] για την [[κατασκευή]] πλοίου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυπηγικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[κατασκευή]] πλοίων, σε Λουκ.· <i>ἡ ναυπηγική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] κατασκευής πλοίων, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A for shipbuilding, πέλεκυς Luc.DMort.10.9: ἡ-κή (with or without τέχνη), art of shipbuilding, Arist.EN1094a8, Gal. Thras.5: Subst., τὸ ναυπηγκόν Plu.2.571f;
A contract for building a ship, PLond.3.1164h14 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 232] ή, όν, zum Schiffsbau gehörig, geschickt, Sp., wie Luc. Mort. D. 10, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγικός: -ή, -όν, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l’art de construire des navires.
Étymologie: ναυπηγός.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ναυπηγικός, -ή, -όν) ναυπηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυπηγία ή αυτός που είναι κατάλληλος για τη ναυπηγία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η ναυπηγική και το ναυπηγικό
α) η επιστήμη και η τέχνη της σχεδίασης και κατασκευής πλοίων, η τέχνη του ναυπηγού
β) ναυπήγηση
3. φρ. «ναυπηγική κλίνη»
ναυτ. χώρος συναρμολόγησης τών ξύλινων πλοίων
αρχ.
συμβόλαιο για την κατασκευή πλοίου.
Greek Monotonic
ναυπηγικός: -ή, -όν, ικανός, έμπειρος στην κατασκευή πλοίων, σε Λουκ.· ἡ ναυπηγική (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική κατασκευής πλοίων, σε Αριστ.