νειόθι: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νειόθι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> στο [[βάθος]], βαθύτατα, [[κατά]] [[βάθος]] («δάκεν δὲ ἑ [[νειόθι]] θυμόν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]], από [[κάτω]] («νειόθ' ὑφισταμένην», <b>Νίκ.</b> Αλεξ.)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκλό</i>-<i>θι</i>, <i>ουρανό</i>-<i>θι</i>)]. | |mltxt=[[νειόθι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> στο [[βάθος]], βαθύτατα, [[κατά]] [[βάθος]] («δάκεν δὲ ἑ [[νειόθι]] θυμόν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]], από [[κάτω]] («νειόθ' ὑφισταμένην», <b>Νίκ.</b> Αλεξ.)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκλό</i>-<i>θι</i>, <i>ουρανό</i>-<i>θι</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νειόθῐ:''' ([[νέος]]), Ιων. αντί <i>νεόθι</i>, επίρρ., στο [[βάθος]], κατά [[βάθος]]· [[δάκε]] [[νειόθι]] θυμόν, τον κέντρισε στο [[βάθος]] της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., [[νειόθι]] λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. Adv. (cf. νέατος A)
A at the bottom, δάκεν δέ ἑ ν. θυμόν it stung him to his heart's core, Hes.Th.567: c. gen., ν. λίμνης Il.21.317. 2 under, beneath, opp. ὑψόθι, A.R.2.355; in stooping posture, Id.3.706: c. gen., ν. γαίης Id.1.63, cf. Arat.89. [ι is rarely elided, as in Nic.Al.520.]
German (Pape)
[Seite 236] ion. = νεόθι, zu unterst, tief unten, im Innersten; νειόθι λίμνης, Il. 21, 317; δάκε νειόθι θυμόν, es kränkte tief sein Herz, Hes. Th. 267; sp. D., νειόθι γαίης, πέτρης, Ap. Rh. 1, 63. 990, unter dem Felsen; über die Betonung νείοθι vgl. Schäf Schol. Par. Ap. Rh. 2, 355.
Greek (Liddell-Scott)
νειόθῐ: Ἰων. ἀντὶ νεόθι, Ἐπίρρ., (νέος) ἐν τῷ βάθει, κατὰ βάθος, δάκε νειόθι θυμόν, τοῦ ἐκέντησε βαθύτατα τὴν καρδίαν, Ἡσ. Θ. 567· μετὰ γεν., νειόθι λίμνης Ἰλ. Φ. 317. 2) ὑποκάτω, κάτω, ἀντίθετον τῷ ὑψόθι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 355· κύπτων, κεκυφώς, Γ. 707· μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπό, Ἄρατ. 89. [Τὸ ι σπανίως ἐκθλίβεται, ὡς ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 520].
French (Bailly abrégé)
adv.
ion.
au fond de, gén..
Étymologie: νέος, -θι.
English (Autenrieth)
(νέος): below; λίμνης, ‘down in the depths of the sea,’ Il. 21.317†.
Greek Monolingual
νειόθι (Α)
επίρρ. ιων. τ.
1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.)
2. κάτω, από κάτω («νειόθ' ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. κυκλό-θι, ουρανό-θι)].
Greek Monotonic
νειόθῐ: (νέος), Ιων. αντί νεόθι, επίρρ., στο βάθος, κατά βάθος· δάκε νειόθι θυμόν, τον κέντρισε στο βάθος της καρδιάς του, σε Ησίοδ.· με γεν., νειόθι λίμνης, σε Ομήρ. Ιλ.