νεοτελής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που τελείωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=[[νεοτελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που τελείωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>τελής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοτελής:''' -ές ([[τέλος]]), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτελής Medium diacritics: νεοτελής Low diacritics: νεοτελής Capitals: ΝΕΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: neotelḗs Transliteration B: neotelēs Transliteration C: neotelis Beta Code: neotelh/s

English (LSJ)

ές,

   A newly initiated, Pl.Phdr.250e (glossed νεωστὶ τετελεσμένος Tim.Lex., ν. τετελειωμένος Phot., Suid.), Luc.DMeretr.11.2; ψυχή Him.Or.14.12; ἦθος Id.Ed.10.6.

German (Pape)

[Seite 245] ές, 1) eben erst beendigt, Suid. – 2) eben erst eingeweiht; Plat. Phaedr. 250 e; Luc. D. Mer. 11, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεοτελής: -ές, νεωστὶ τετελειωμένος, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ νεωστὶ μυηθείς, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement achevé.
Étymologie: νέος, τέλος.

Greek Monolingual

νεοτελής, -ές (Α)
1. αυτός που μυήθηκε στα μυστήρια πρόσφατα, αυτός που κατηχήθηκε πρόσφατα
2. αυτός που τελείωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τελής (< τέλος «σκοπός»), πρβλ. ημι-τελής].

Greek Monotonic

νεοτελής: -ές (τέλος), αυτός που τελείωσε πρόσφατα· νεομυημένος, σε Πλάτ.