Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεροκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη [[διανομή]] του νερού, υδρονόμος, [[υδρονομέας]]<br /><b>2.</b> πέτρινη [[λεκάνη]] για [[νερό]], [[γούρνα]], [[ποτίστρα]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού που φέρει τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[δίψακος]] ο [[γναφευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρατώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>κλειδο</i>-<i>κράτης</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη [[διανομή]] του νερού, υδρονόμος, [[υδρονομέας]]<br /><b>2.</b> πέτρινη [[λεκάνη]] για [[νερό]], [[γούρνα]], [[ποτίστρα]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού που φέρει τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[δίψακος]] ο [[γναφευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρατώ]]), [[πρβλ]]. [[κλειδοκράτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή του νερού, υδρονόμος, υδρονομέας
2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα
3. κοινή ονομασία του φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. κλειδοκράτης].