νήριτος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήριτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Νήριτον</i><br />όρος στην Ιθάκη, το σημερινό [[βουνό]] της Ανωγής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[νηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>αρι</i>- που εμφανίζεται στη λ. [[αριθμός]], [[επίσης]] στα ανθρωπωνύμια <i>Ἐπήριτος</i>, <i>Πεδάριτος</i>, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. [[Ἐπάριτοι]] «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -<i>ηριτος</i>) [[εἰκοσινήριτος]]. | |mltxt=[[νήριτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Νήριτον</i><br />όρος στην Ιθάκη, το σημερινό [[βουνό]] της Ανωγής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[νηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>αρι</i>- που εμφανίζεται στη λ. [[αριθμός]], [[επίσης]] στα ανθρωπωνύμια <i>Ἐπήριτος</i>, <i>Πεδάριτος</i>, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. [[Ἐπάριτοι]] «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -<i>ηριτος</i>) [[εἰκοσινήριτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νήρῐτος:''' -ον, = [[νήριθμος]], [[αναρίθμητος]], [[άπειρος]], σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, <i>Νήριτον εἰνοσίφυλλον</i>, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.
German (Pape)
[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.
Greek (Liddell-Scott)
νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.
English (Autenrieth)
see εἰκοσινήριτος.
Greek Monolingual
νήριτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον
όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό της Ανωγής
3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος.
Greek Monotonic
νήρῐτος: -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.