παραρτύω: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[νοστιμεύω]] [[φαγητό]] με την [[προσθήκη]] καρυκευμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νοστιμεύω]], [[ομορφαίνω]] [[κάτι]] («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραρτύομαι</i><br />ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[καρυκεύω]], [[παρασκευάζω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[νοστιμεύω]] [[φαγητό]] με την [[προσθήκη]] καρυκευμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[νοστιμεύω]], [[ομορφαίνω]] [[κάτι]] («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραρτύομαι</i><br />ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀρτύω]] «[[καρυκεύω]], [[παρασκευάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραρτύω:''' λέγεται για [[τροφή]], [[νοστιμίζω]] με την [[προσθήκη]] άλλων υλικών, κάνω [[κάτι]] πικάντικο. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
of food,
A season, Id.2.477,483 (Pass.) : metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30. II Med., get ready, Plu.Luc.7.
German (Pape)
[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.
Greek (Liddell-Scott)
παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).
French (Bailly abrégé)
préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].
Greek Monotonic
παραρτύω: λέγεται για τροφή, νοστιμίζω με την προσθήκη άλλων υλικών, κάνω κάτι πικάντικο.