Οδυσσεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(28)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Οδυσσέας]], ο (Α [[Ὀδυσσεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)<br />[[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Ιθάκης, [[κεντρικός]] [[ήρωας]] της <i>Οδύσσειας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών μορφών της λ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[είναι]] αυτοί με -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Ulixes</i>), ενώ ο τ. [[Ὀδυσσεύς]] μαρτυρείται στην αρχ. [[εποχή]] μόνο σε λογοτεχνικά [[κείμενα]]. Η [[εναλλαγή]] τών -<i>λ</i>- και -<i>δ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[λαβύρινθος]]) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -<i>λ</i>- στη Μυκηναϊκή έλαβε [[προφορά]] παρόμοια με αυτήν του -<i>δ</i>- / <i>d</i> /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. [[ὀδύσσομαι]] «[[μισώ]]», [[άποψη]] που στηριζόταν σε [[χωρίο]] της Οδύσσειας, όπου ο [[Οδυσσέας]] χαρακτηριζόταν ως [[παιδί]] του μίσους. Κατ' άλλους, ο [[Οδυσσεύς]], ως [[ανατολικός]] [[ήρωας]], συνδέεται πιθ. με λυδικό <i>Λίξης</i>. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η [[σύνδεση]] του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη [[μητέρα]] του].
|mltxt=και [[Οδυσσέας]], ο (Α [[Ὀδυσσεύς]], -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)<br />[[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Ιθάκης, [[κεντρικός]] [[ήρωας]] της <i>Οδύσσειας</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] τών μορφών της λ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. [[είναι]] αυτοί με -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>Ulixes</i>), ενώ ο τ. [[Ὀδυσσεύς]] μαρτυρείται στην αρχ. [[εποχή]] μόνο σε λογοτεχνικά [[κείμενα]]. Η [[εναλλαγή]] τών -<i>λ</i>- και -<i>δ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[λαβύρινθος]]) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -<i>λ</i>- στη Μυκηναϊκή έλαβε [[προφορά]] παρόμοια με αυτήν του -<i>δ</i>- / <i>d</i> /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. [[ὀδύσσομαι]] «[[μισώ]]», [[άποψη]] που στηριζόταν σε [[χωρίο]] της Οδύσσειας, όπου ο [[Οδυσσέας]] χαρακτηριζόταν ως [[παιδί]] του μίσους. Κατ' άλλους, ο [[Οδυσσεύς]], ως [[ανατολικός]] [[ήρωας]], συνδέεται πιθ. με λυδικό <i>Λίξης</i>. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η [[σύνδεση]] του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη [[μητέρα]] του].
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 29 December 2020

Greek Monolingual

και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, -έως και ιων. τ. γεν. -ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, -εῡς)
μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Η μεγάλη ποικιλία τών μορφών της λ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής ή μεσογειακής προέλευσης. Οι αρχαιότεροι τ. της λ. είναι αυτοί με -λ- (πρβλ. λατ. Ulixes), ενώ ο τ. Ὀδυσσεύς μαρτυρείται στην αρχ. εποχή μόνο σε λογοτεχνικά κείμενα. Η εναλλαγή τών -λ- και -δ- (βλ. και λ. λαβύρινθος) μπορεί να εξηγηθεί εάν υποτεθεί ότι το -λ- στη Μυκηναϊκή έλαβε προφορά παρόμοια με αυτήν του -δ- / d /. Η λ. είχε παλαιότερα συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. ὀδύσσομαι «μισώ», άποψη που στηριζόταν σε χωρίο της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας χαρακτηριζόταν ως παιδί του μίσους. Κατ' άλλους, ο Οδυσσεύς, ως ανατολικός ήρωας, συνδέεται πιθ. με λυδικό Λίξης. Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση του με το όν. του Αυτολύκου, του παππού του Οδυσσέως από τη μητέρα του].