ὀλίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλίγιστος]], -ίστη, -ον)<br />(υπερθ. του [[ὀλίγος]]) [[πάρα]] πολύ [[λίγος]], [[ελάχιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -[[ιστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>ιστος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀλίγιστος]], -ίστη, -ον)<br />(υπερθ. του [[ὀλίγος]]) [[πάρα]] πολύ [[λίγος]], [[ελάχιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλίγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -[[ιστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>ιστος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλίγιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[ὀλίγος]] (βλ. [[ὀλίγος]] V).
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγιστος Medium diacritics: ὀλίγιστος Low diacritics: ολίγιστος Capitals: ΟΛΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: olígistos Transliteration B: oligistos Transliteration C: oligistos Beta Code: o)li/gistos

English (LSJ)

   A v. ὀλίγος.

German (Pape)

[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).

French (Bailly abrégé)

Sp. de ὀλίγος.

English (Autenrieth)

see ὀλίγος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].

Greek Monotonic

ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).