πάθηση: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(30)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[πάθησις]]) [[πάσχω]]<br />[[βλάβη]] στον οργανισμό και [[καταστροφή]] της υγείας και της ισορροπίας του, η [[κατάσταση]] του πάσχοντος, [[νόσος]], [[ασθένεια]], οργανική [[βλάβη]] («[[πάθηση]] τών νεφρών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] που εκδηλώνεται ως [[στατική]], η οποία μπορεί σχετικά εύκολα να μεταπέσει σε [[δυναμική]] [[εξεργασία]], δηλ. σε νόσο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[μετατροπή]], [[μεταβολή]] («οι παθήσεις τών φθόγγων»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία [[κανείς]] υφίσταται, παθαίνει, δέχεται [[κάτι]], παθητική [[κατάσταση]] («ἡ [[ποίησις]] καὶ ἡ [[πάθησις]] ἐν τῷ πάσχοντι ἀλλ' οὐκ ἐν τῷ ποιοῡντι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[πάθησις]]) [[πάσχω]]<br />[[βλάβη]] στον οργανισμό και [[καταστροφή]] της υγείας και της ισορροπίας του, η [[κατάσταση]] του πάσχοντος, [[νόσος]], [[ασθένεια]], οργανική [[βλάβη]] («[[πάθηση]] τών νεφρών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] που εκδηλώνεται ως [[στατική]], η οποία μπορεί σχετικά εύκολα να μεταπέσει σε [[δυναμική]] [[εξεργασία]], δηλ. σε νόσο<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[μετατροπή]], [[μεταβολή]] («οι παθήσεις τών φθόγγων»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία [[κανείς]] υφίσταται, παθαίνει, δέχεται [[κάτι]], παθητική [[κατάσταση]] («ἡ [[ποίησις]] καὶ ἡ [[πάθησις]] ἐν τῷ πάσχοντι ἀλλ' οὐκ ἐν τῷ ποιοῦν
τι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (ΑΜ πάθησις) πάσχω
βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή της υγείας και της ισορροπίας του, η κατάσταση του πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβηπάθηση τών νεφρών»)
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η οποία μπορεί σχετικά εύκολα να μεταπέσει σε δυναμική εξεργασία, δηλ. σε νόσο
2. γραμμ. μετατροπή, μεταβολή («οι παθήσεις τών φθόγγων»)
αρχ.
κατάσταση κατά την οποία κανείς υφίσταται, παθαίνει, δέχεται κάτι, παθητική κατάσταση («ἡ ποίησις καὶ ἡ πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι ἀλλ' οὐκ ἐν τῷ ποιοῦν τι», Αριστοτ.).