νυκτιδιέξοδος: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτιδιέξοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αστέρες) αυτός που ανατέλλει [[μετά]] τη [[δύση]] του Ηλίου και δύει [[πριν]] από την [[ανατολή]], [[έτσι]] ώστε η [[πλήρης]] [[περιφορά]] [[πάνω]] από τον ορίζοντα [[είναι]] ορατή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[νυκτιδιέξοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αστέρες) αυτός που ανατέλλει [[μετά]] τη [[δύση]] του Ηλίου και δύει [[πριν]] από την [[ανατολή]], [[έτσι]] ώστε η [[πλήρης]] [[περιφορά]] [[πάνω]] από τον ορίζοντα [[είναι]] ορατή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[νυκτιδιέξοδος]]<br />νυχτερινή [[πορεία]] αστέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[διέξοδος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, of stars,
A rising above the horizon after sunset and setting below it before sunrise (so that their whole course above the horizon is visible), Ptol. Phas.pp.9,10 H.: wrongly expld. by Gem. 14.12 of stars setting before sunset and rising after sunrise.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτιδιέξοδος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς ἀνατέλλων καὶ δύων, Γεμῖν. σ. 49, 29: ὡς θηλ. οὐσιαστ., ὁ νυκτερινὸς δρόμος ἀστέρος, Πτολεμ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 4, σ. 429· πρβλ. κολοβοδιέξοδος.
Greek Monolingual
νυκτιδιέξοδος, -ον (Α)
1. (για αστέρες) αυτός που ανατέλλει μετά τη δύση του Ηλίου και δύει πριν από την ανατολή, έτσι ώστε η πλήρης περιφορά πάνω από τον ορίζοντα είναι ορατή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νυκτιδιέξοδος
νυχτερινή πορεία αστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + διέξοδος.