ξυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλίτης''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]]˙ [[ὄνομα]] ἰχθύος παρ’ Ἡσυχ.
|lstext='''ξῠλίτης''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]]· [[ὄνομα]] ἰχθύος παρ’ Ἡσυχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξυλίτης]], θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> αζωτούχα κυκλική και αρωματική [[ένωση]], γνωστή και ως τρινιτρο-μ-[[ξυλόλιο]], που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ενός είδους ψαριού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ ξυλῑτις</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) γη που αποφέρει [[ξυλεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λιμεν</i>-[[ίτης]] / <i>λιμεν</i>-<i>ῖτις</i>). <i>Ο</i> τ. [[ξυλίτης]] ως [[ονομασία]] ψαριού [[είναι]] αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο [[χρώμα]] ή στη [[σκληρότητα]] του δέρματος του συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. [[ξυλίτης]] ως</i> νεοελλ. επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xylite</i>].
|mltxt=ο (Α [[ξυλίτης]], θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> αζωτούχα κυκλική και αρωματική [[ένωση]], γνωστή και ως τρινιτρο-μ-[[ξυλόλιο]], που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ενός είδους ψαριού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ ξυλῑτις</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) γη που αποφέρει [[ξυλεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λιμεν</i>-[[ίτης]] / <i>λιμεν</i>-<i>ῖτις</i>). <i>Ο</i> τ. [[ξυλίτης]] ως [[ονομασία]] ψαριού [[είναι]] αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο [[χρώμα]] ή στη [[σκληρότητα]] του δέρματος του συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. [[ξυλίτης]] ως</i> νεοελλ. επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xylite</i>].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλίτης Medium diacritics: ξυλίτης Low diacritics: ξυλίτης Capitals: ΞΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: xylítēs Transliteration B: xylitēs Transliteration C: ksylitis Beta Code: culi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A like wood : name of a fish, Hsch.    II ξυλῖτις (sc. γῆ), ἡ, timber-bearing land, PPetr.3p.223 (iii B. C.), PCair.Zen.387.9 (iii B. C.), PLille 5.20 (iii B. C.) ; later ξ. χέρσος, opp. σπόριμος, PLond.2.267.99 (ii A. D.), BGU703.5 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, holzähnlich, ein Fisch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλίτης: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ξύλον· ὄνομα ἰχθύος παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο-μ-ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο
2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους ψαριού
3. το θηλ. ἡ ξυλῑτις
(ενν. γῆ) γη που αποφέρει ξυλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. λιμεν-ίτης / λιμεν-ῖτις). Ο τ. ξυλίτης ως ονομασία ψαριού είναι αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο χρώμα ή στη σκληρότητα του δέρματος του συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. ξυλίτης ως νεοελλ. επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylite].