οἰνοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται [[ηδονή]] να πίνει [[κρασί]], [[μανιακός]] [[οινοπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται [[ηδονή]] να πίνει [[κρασί]], [[μανιακός]] [[οινοπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[χαρά]] στην [[οινοποσία]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχᾰρής Medium diacritics: οἰνοχαρής Low diacritics: οινοχαρής Capitals: ΟΙΝΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: oinocharḗs Transliteration B: oinocharēs Transliteration C: oinocharis Beta Code: oi)noxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A merry with wine, IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].

Greek Monotonic

οἰνοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει χαρά στην οινοποσία, σε Ανθ.